- μανουβράρω
- μανουβράρω, μανουβράρισα βλ. πίν. 55——————Σημειώσεις:μανουβράρω : σπάνια η παθητική φωνή (μανουβράρομαι).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μανουβράρω — [μανούβρα] 1. εκτελώ ελιγμό, κάνω μανούβρα, ελίσσομαι 2. προσπαθώ να πετύχω κάτι με πλάγιες ενέργειες, μηχανεύομαι διάφορα τεχνάσματα … Dictionary of Greek
μανουβράρω — κάνω μανούβρες, ελιγμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)